- ἀστρωσία
- ἀστρ-ωσία, ἡ,A practice of sleeping without bedding, Pl.Lg.633c (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αστρωσιά — η (Α ἀστρωσία) [άστρωτος] η έλλειψη στρώματος, το να κοιμάται κανείς χωρίς στρώμα, δηλαδή καταγής νεοελλ. η ακαταστασία, η ασυγυρισιά … Dictionary of Greek
ἀστρωσίαι — ἀστρωσία practice of sleeping without bedding fem nom/voc pl ἀστρωσίᾱͅ , ἀστρωσία practice of sleeping without bedding fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)